- εὐκατάλλακτος
- εὐκατάλλακτος, ον (Aristot., Rhet. 2, 4, 1831b 5) easily placated, favorable of God (3 Macc 5:13) Hv 1, 1, 8.—DELG s.v. ἄλλος. Frisk s.v. ἀλλάσσω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ευκατάλλακτος — εὐκατάλλακτος, ον (Α) αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ αλλακτος (< κατ αλλάσσω «συμφιλιώνω»), πρβλ. ακατ άλλακτος, δυσ κατ άλλακτος] … Dictionary of Greek
εὐκατάλλακτος — easily appeased masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταλλάκτως — εὐκατάλλακτος easily appeased adverbial εὐκατάλλακτος easily appeased masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάλλακτον — εὐκατάλλακτος easily appeased masc/fem acc sg εὐκατάλλακτος easily appeased neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταλλάκτους — εὐκατάλλακτος easily appeased masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάλλακτοι — εὐκατάλλακτος easily appeased masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)